Θα ‘θελες ν' αποξεχαστείς, μα η κιθάρα κλαίει,
και θρυμματίζει του κεντιού, το μόρικο ποτήρι.
Τι θλιβερό, στη μοναξιά, από το παραθύρι,
να φτάνουν τούτοι οι λυγμοί, οι τόσο αγελαίοι;
Και να σ' αφήνουν τσακισιές, στη μνήμη που διαπλέει,
τ' αδιατάρακτα νερά, μιας μέρας που έχει γείρει,
μέσα στα όμοια, πληχτική, και βαρεσιά ‘χει σπείρει,
μες στην ψυχή, και μια στυφή, γεύση να επιπλέει.
Μα μην προσμένεις η σιωπή, να σου χαρίσ' ελέη.
Όταν θα πέσει, του καημού, θα φέρει το λιοπύρι,
κι οι πόθοι πάλι θε' να βγουν, μπροστά σου διψαλέοι.
Να τους ανέχεσαι λοιπόν, που ‘ρχονται φευγαλέοι,
οι ήχοι, οι θρηνητικοί, που χέρι έχ' εγείρει,
δοξάζοντας με τις χορδές, του έρωτα τα κλέη.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem